σκάβοντας στην άμμο με φτυαράκια και τσουγκράνες και τον ήλιο να πυρώνει τα μαλλιά και τη φαντασία κάπου μες στ αρχεία μιας κασέτας ξεχασμένης μες στη σκόνη του Commodore στο πατάρι του παλιού σπιτιού μου σφηνωμένη στο συρτάρι μια παλιά εφημερίδα που δεν είχε κανείς διαβάσει γιατί έλεγε τα ίδια ξεσκισμένη σε μιαν άκρη μια παλιά φωτογραφία ό,τι δείχνει ήταν τότε ό,τι είναι δείχνει τώρα μέσα στα σκουπίδια με τις γάτες να παλεύουν με σακούλες κι αποφάγια και τη μύτη να μου λέει φτάνει μια κουβέντα κάποιου που μετά δεν τον ξανάδα πεταχτά κάπου στη μέση μιας ξεκάρφωτης παρέας ένα μισοτελειωμένο γράμμα που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του μάλλον δεν θα υπήρχε λόγος